- φλάμμουλο
- το / φλάμμουλον, ΝΜ, και φλάμουλο Ν, και φλάμουλον Μονομασία τών βυζαντινών λαβάρων που χρησιμοποιούσαν ο αυτοκράτορας, τα μέλη τής βασιλικής οικογένειας και οι ανώτατοι αξιωματούχοι κατά τις τελετές και τις στρατιωτικές δραστηριότητες, αλλ. φλάμπουρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flammula «μικρή φλόγα, σημαία που είχε αρχικά χρώμα φλόγας»].
Dictionary of Greek. 2013.